- ψωριάζω
- ψώριασα, ψωριασμένος1. γεμίζω κάποιον ψώρα.2. αποκτώ ψώρα.3. καταντώ πολύ φτωχός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψωριάζω — ψωριάζω, ψώριασα, ψωριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψωριάζω — Ν 1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα 2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, η, ο ψωραλέος, ψωριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*] … Dictionary of Greek
ψώριασμα — το, Ν [ψωριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωριάζω … Dictionary of Greek
ψωριώ — άω, Α ψωριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ιῶ, ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ψωρώ — άω, Α [ψώρα] ψωριῶ*, ψωριάζω … Dictionary of Greek
ψώριασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψωριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)